Image
Image

Εκκλησιαστική αργυροχοΐα

Πόρπες, σταυροί και εγκόλπια αποτελούν δείγματα των ιερατικών κοσμημάτων από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα

istoria1

Χρυσό ιερατικό εγκόλπιο σε σχήμα δικέφαλου αετού με πολύτιμες πέτρες και σμαλτωμένες παραστάσεις της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και του Ευαγγελισμού. Κωνσταντινούπολη, Β’ μισό του 17ου αιώνα 

 

Η κοσμική αργυροχοΐα και ιδιαίτερα τα κοσμήματα χαρακτηρίζονται από την ανωνυμία τους. Σπάνια, δηλαδή, γνωρίζουμε τους τεχνίτες, τα εργαστήρια ή τον τόπο κατασκευής τους. Αντίθετα τα έργα της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας, λειτουργικά σκεύη και ιερατικά κοσμήματα, παρέχουν πλούσιο ενεπίγραφο υλικό, συχνά χρονολογημένο. Η βασική λειτουργία της αφιερωματικής επιγραφής ήταν να υπενθυμίζει τη δωρεά και να μνημονεύει όσους συνετέλεσαν σε αυτή, έτσι ώστε να έχουν την ανάλογη ανταμοιβή, τόσο στην επίγεια όσο και στην επουράνια ζωή.

Οι αφιερωτές των πολύτιμων λειτουργικών σκευών προέρχονται συνήθως από τα εύπορα κοινωνικά στρώματα, που την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν οι εκκλησιαστικοί και κοινοτικοί άρχοντες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι ιεράρχες παράλληλα με την εκκλησιαστική εξουσία ασκούν ως ένα βαθμό και την κοσμική εξουσία. Η τέχνη που χορηγούν απηχεί άμεσα τις καλλιτεχνικές τάσεις των μεγάλων αστικών κέντρων και ουσιαστικά εκφράζει τα ρεύματα της κοσμικής αργυροχοΐας. Το ίδιο ισχύει και για τα ενδύματα και κοσμήματα των εκκλησιαστικών αρχόντων. Τα κοσμήματα που φορούν αρμόζουν στη λαμπρότητα των λατρευτικών τελετών και στο κοινωνικό κύρος της Εκκλησίας. Ιερατικά κοσμήματα είναι κυρίως οι ζώνες με τις πολύτιμες πόρπες τους και τα επιστήθια κοσμήματα, οι σταυροί και τα εγκόλπια. Η μορφολογία, η τεχνοτροπία και οι τεχνικές κατασκευής τους δε διαφέρουν από τα αντίστοιχα κοσμήματα κοσμικής χρήσης και βάσιμα θεωρούμε ότι κατασκευάζονταν στα ίδια εργαστήρια.

Η μελέτη της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας τις τελευταίες μόνο δεκαετίες έχει αποκτήσει συστηματικό χαρακτήρα. Με βάση, ωστόσο, το δημοσιευμένο υλικό μπορούν να διαγραφούν οι γενικές τεχνοτροπικές τάσεις, οι επιδράσεις από τη Δύση και την Ανατολή καθώς και οι τεχνικές με τη μεγαλύτερη διάδοση, που μπορούν να χρησιμεύσουν ως συγκριτικό υλικό και χρονολογική ένδειξη για τα κοσμήματα.

istoria2

Η επίδραση που αναγνωρίζεται άμεσα σε μια σημαντική ομάδα κοσμημάτων του 17ου αιώνα είναι αυτή της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας πλέον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα φημισμένα πολίτικα κοσμήματα, που τραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα, καταγράφηκαν στα προικοσύμφωνα και διαφυλάχτηκαν στα σκευοφυλάκια των μοναστηριών. Η παραδοσιακή τους απόδοση στην Κωνσταντινούπολη τεκμηριώνεται από τη νεώτερη έρευνα και διευρύνεται με στοιχεία που αφορούν τους χρυσικούς, όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι τεχνίτες.

istoria3

 

Ασημένια επίχρυση πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο και τη σπάνια χρονολογική ένδειξη 1798. Tο όνομα KOCTANTHNOC στην κύρια όψη πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο γαμπρό που την παρήγγειλε, καθώς οι εξίσου σπάνιες υπογραφές τεχνιτών απαντούν σε λιγότερο θεατές πλευρές των αντικειμένων. Από το Σουφλί της Θράκης

 

Σε αντίθεση με τα κοσμήματα του ελλαδικού χώρου, τα πολίτικα κοσμήματα χαρακτηρίζονται από τον πλούτο των υλικών κατασκευής και διακόσμησης: πολύτιμοι λίθοι -σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια- και χρυσός. Η έμφαση στην τεχνοτροπία δεσίματος των λίθων, τα σχηματοποιημένα φύλλα και τα ρόδια απηχούν την αισθητική των κοσμημάτων και διάλιθων αντικειμένων. Οι διάτρητοι, ωστόσο, δαντελωτοί μίσχοι και η χρήση του σμάλτου σε διάφορες τεχνικές φανερώνουν την επίδραση της ευρωπαϊκής αργυροχοΐας.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα, Ευρωπαίοι χρυσοχόοι, εγκατεστημένοι στο Γαλατά, μεταφέρουν τεχνικές και τεχνοτροπίες της δυτικής κοσμηματοποιίας στην οθωμανική πρωτεύουσα. Η επίδρασή τους είναι φανερή στη σταδιακή εισαγωγή της καθαρά ευρωπαϊκής τεχνικής του ζωγραφιστού σμάλτου. Το ιερατικό εγκόλπιο σε σχήμα δικέφαλου αετού, που συμβολίζει την πατριαρχική και εκκλησιαστική εξουσία, είναι στη μία όψη διάλιθο και στην άλλη απεικονίζει την Παναγία Βρεφοκρατούσα, με την τεχνική του ζωγραφιστού σμάλτου.

Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα εμφανίζονται στις πηγές ονόματα σμαλτωτών και χρυσικών. Ένας από τους νεομάρτυρες που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη του 1653 είναι ο Συμεών ο Χρυσοχόος από την Τραπεζούντα, που κατοικούσε στο Γαλατά και είχε το εργαστήρι του στην κεντρική αγορά. Σύμφωνα με γνωστούς περιηγητές της εποχής, ο Μιχαήλ Σιμιτζίογλου είναι ο καλύτερος σμαλτωτής της Πόλης και έργα του είχε δωρίσει ο σουλτάνος στον σάχη της Περσίας.

Πιθανόν να ταυτίζεται με τον Μιχαλάκη από το Γαλατά που γύρω στο 1660 υπογράφει ένα ρολόι-κόσμημα, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης της Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ένας Έλληνας χρυσικός, ο Ιωάννης Γεωργίου, εργάζεται στην τσαρική αυλή, όπου μεταφέρει τη διάλιθη, πολύχρωμη αισθητική των πολίτικων κοσμημάτων.

Η επίδραση της τέχνης της Κωνσταντινούπολης είναι φανερή σε μια σειρά από πόρπες διαφορετικής προέλευσης, εκκλησιαστικές ή κοσμικές, που με λιγότερο πολυτελή υλικά απηχούν το ύφος των πολίτικων κοσμημάτων. Η έμφαση επικεντρώνεται στην πολυχρωμία που επιτυγχάνεται με τη χρήση του σμάλτου και των χρωματιστών λίθων από υαλόμαζα στο χαρακτηριστικό άνθινο χυτό δέσιμο. Παράλληλα, ωστόσο, αναπτύσσεται μια εντελώς αντίθετη τάση όπου απουσιάζει η πολυχρωμία και η έμφαση βρίσκεται τα λιτά γεωμετρικά σχήματα που απορρέουν από την αποκλειστική χρήση της συρματερής τεχνικής. Σημαντική χρονολογική ένδειξη μας προσφέρει μια συρματερή πόρπη εκκλησιαστικής χρήσης από το Μελένικο με επιγραφή του 1725. Ο διάκοσμος από στριφτό σπειροειδές σύρμα σχηματίζει ρόδακες και ροζέτες, με επίθετους διακοσμητικούς κόκκους και πρισματικά κεφάλια καρφιών που μιμούνται τους ημιπολύτιμους λίθους. Παρόμοια πόρπη με σουλτανική σφραγίδα γνησιότητας ασημιού (τουρά) αποδίδεται σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης.

Έργα με συρματερό σμάλτο

Μια σημαντική κατηγορία λειτουργικών αντικειμένων κοσμείται με συρματερό σμάλτο. Στην πλέον τυπική του παραλλαγή το σμάλτο, στις αποχρώσεις του πράσινου ή γαλάζιου, καλύπτει το βάθος, ενώ φυτικά και άνθινα σχέδια επηρεασμένα από την οθωμανική διακοσμητική κατασκευάζονται από λεπτό σύρμα. Καλύμματα ευαγγελίων και ιδιαίτερα ξυλόγλυπτοι σταυροί, ευλογίας ή αγιασμού που συνηθίζεται να δένεται με λεπτοδουλεμένο επίχρυσο ασήμι και συρματερό σμάλτο, μπορούν να αποτελέσουν ένα χρονολογημένο δειγματολόγιο της τεχνικής και να προσφέρουν χρήσιμες συγκρίσεις με τα κοσμήματα.

Η τεχνική του συρματερού σμάλτου χαρακτηρίζει τα έργα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αργυροχοΐας, από τις αρχές του 17ου αιώνα και εξής και συναντάται μόνο σποραδικά στα έργα μουσουλμανικής αργυροχοΐας που προέρχονται από τον ίδιο χώρο. Την ίδια περίοδο ωστόσο, χρησιμοποιείται στη Ρωσία και τη Τρανσυλβανία, αν και με διαφορετικά τεχνοτροπικά και τεχνικά χαρακτηριστικά.

Τυπικά παραδείγματα που μπορούν να εικονογραφήσουν το συσχετισμό ανάμεσα στους δύο κλάδους της αργυροχοίας, είναι ένας σταυρός αγιασμού των μέσων του 18ου αιώνα από την περιοχή της Καισάρειας και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από τη Μακεδονία. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε λεπτοδουλεμένο πράσινο συρματερό σμάλτο, μικρά πουλιά, και ανθέμια. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η περίφημη ζώνη «με την κορόνα» από το Σουφλί, που φέρει τη σπάνια για κόσμημα χρονολογική ένδειξη 1798. Ο σταυρός αγιασμού είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της ακμής του συρματερού σμάλτου, ενώ η θρακιώτικη ζώνη οριοθετεί το 18ο αιώνα και την τελική, φθίνουσα φάση της χρήσης του.

Τοπικά εργαστήρια

Η έρευνα στα σκευοφυλάκια των μεγάλων ορθόδοξων μονών και οι νεώτερες δημοσιεύσεις έφεραν στο φως έργα οι επιγραφές των οποίων τα συνδέουν με κέντρα αργυροχοΐας

που ως τώρα ήταν γνωστά μόνο από την τοπική παράδοση και ιστοριογραφία ή από αντικείμενα σχετικά πρόσφατης κατασκευής.

Το σημαντικότερο αργυροχοϊκό κέντρο του ελλαδικού χώρου θεωρείται ότι είναι τα Γιάννενα και γενικότερα η Ήπειρος με περίοδο μεγάλης ακμής τα χρόνια του Αλή Πασά. Για την προηγούμενη περίοδο τα στοιχεία είναι λίγα και ασαφή. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα είναι ένα αφιέρωμα του 1636 στη Μονή Σινά των «Χριστιανών εκ της πόλεως των Ιωαννίνων» και ένα εγκόλπιο του 1670 στη Μονή Βατοπεδίου με επιγραφή που μνημονεύει «εκ της χώρας Ιωάννινα», χωρίς να προσδιορίζεται εάν πρόκειται για τον τόπο προέλευσης ή κατασκευής.

istoria4

 

Ασημένια επίχρυση πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο, κοράλλια και τη χρονολογία 1837, από τη Σαφράμπολη του Πόντου. Η χρονολογική ένδειξη είναι ανεκτίμητης αξίας για τη χρονολόγηση των κοσμημάτων της Σαφράμπολης. 

 

Το εγκόλπιο κοσμείται με σαβάτι (νιέλο) ένα είδος ζωγραφικη΄ς επικάλυψης ή ένθεσης από μαύρα θειούχα οξείδια μετάλλων που συναντάμε σε μια ομάδα έργων της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας αυτής της περιόδου με βορειοελλαδίτικη προέλευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί πιθανόν να ενταθεί η πόρπη του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας, που η παράδοση αποδίδει στην Ήπειρο. Τεχνοτροπική και τεχνικά στοιχεία, όπως οι οθωμανικού τύπου τουλίπες από σαβάτι και η απομίμηση του συρματερού διακόσμου, συνηγορούν στη χρονολόγησή της στον πρώιμο 18ο αιώνα.

Οι γραπτές πηγές και η τοπική παράδοση αναφέρονται στους ηπειρώτες χρυσικούς της Μοσχόπολης και των γύρω ορεινών χωριών του Γράμμου. Γύρω στα 1770 η περιοχή ερημώνει από τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών και οι κάτοικοι καταφεύγουν σε άλλες περιοχές, όπου εξακολουθούν να ασκούν την τέχνη τους στην αργυροχοΐα. Στη Νέβετσκα (Νυμφαίο), κοντά στην Φλώρινα, μεταναστεύουν τεχνίτες από τη Μοσχόπολη και τη Νικολίτζα. Σύμφωνα με την τοπική ιστορία, οι κάτοικοι του χωριού το 19ο αιώνα ασχολούνται κατά 70% με την αργυροχοΐα. Διάσημα έργα τους είναι το παλλάδιο της Μονής Βατοπεδίου, η Παναγία Βηματάρισσα, η μεταγενέστερη επένδυση της οποίας υπογράφεται από έναν χρυσικό της Νικολίτζας το 1690.

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα οι πληροφορίες μας για Ηπειρώτες χρυσικούς πληθαίνουν χάρη στα σωζόμενα έργα των Καλαρρυτινών. Τα ορεινά χωριά της Πίνδου =, το Συρράκο, και ιδιαίτερα οι Καλαρρύτες, ήταν γνωστά στην εξειδίκευσή τους στην αργυροχοία. Ο Αθανάσιος Τζημούρης, αρχιτεχνίτης του Αλή Πασά, ήταν φημισμένος για τα αργυρά καλύμματα ευαγγελίων, που σώζονται σε εκκλησίες της κυρίως Ελλάδας και των Επτανήσων. Το 1815, μετά την καταστροφή των χωριών της Πίνδου από τον Χουρσίτ Πασά, καταφεύγει μαζί με άλλους χρυσικούς συντοπίτες του στα Επτάνησα όπου συνεχίζει να εργάζεται.

Ο εντοπισμός των εργαστηρίων είναι ένα από τα θέματα που αντιμετωπίζει η μελέτη της εκκλησιαστικής αλλά και της κοσμικής αργυροχοΐας. Η δημοσίευση νέου υλικού θα βοηθήσει την έρευνα να αποσαφηνίσει τους συσχετισμούς και να συνδέσει τα έργα με την πλούσια τοπική παράδοση.

Πηγή : Άννα Μπαλλιάν, επιμελήτρια Μεταβυζαντινής Συλλογής Μουσείου Μπενάκη

 

Τεύχος 2 (για Ρωσία)

Νεοελληνικες τασεις στο κοσμημα

Ιστορική διαδρομή του νεοελληνικού κοσμήματος από το 15ο ως τον 19ο αιώνα

Μεγαλόπρεπα και βαρύτιμα, τα κοσμήματα μαγεύουν με τη θεαματική σύνθεσή τους, παράλληλα όμως χαρτογραφούν τη διαδρομή του ελληνισμού την κρίσιμη μεταβυζαντινή (μέσα 15ου αι. – 17ο αι.) και νεοελληνική περίοδο (17ο – τέλος 19ου αι.) σε σχέση με τη δράση διαφόρων παραγόντων: ιστορικών συγκυριών, ιδεολογικών προσδιορισμών και κοινωνικών δομών.

istoria 8 

Σκουλαρίκια αλυσιδωτό κόσμημα κεφαλόδεσμού, Ήπειρος 18ος-19ος αι.

istoria 7

Προσεγγίζοντας το νεότερο ελληνικό πολιτισμό διαπιστώνουμε τη βαθιά χαραγμένη βυζαντινή παράδοση, κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, η οποία με τη σειρά της έδωσε μορφές και σχήματα, χρώματα και υλικά που αποτυπώνονται στις νέες δημιουργίες. Ακόμη τα ποικίλα ερεθίσματα των δυτικών εμπνεύσεων, που περνούν μέσα από τις ενετοκρατούμενες περιοχές, η μετέπειτα εισβολή του μπαρόκ και του ροκοκό από την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη και τέλος η επίδραση της ισλαμικής αισθητικής με τον έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα, αφομοιωμένα από τους Έλληνες δημιουργούς απαντούν στον παραδοσιακό μεταβυζαντινό κορμό.

Χάρη στην οικονομική ακμή που παρατηρήθηκε με την αγροτική οικονομία, τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τη ναυτιλία –αποτέλεσμα των Συνθηκών του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και του Ιασίου (1792)- τις ανθούσες κοινότητες του εσωτερικού και τις παροικίες του εξωτερικού –στα Βαλκάνια και τη Δυτική Ευρώπη- και με συνεκτικό κρίκο τη θρησκεία και τη γλώσσα δημιουργήθηκαν εκείνοι οι ευνοϊκοί όροι που συνέβαλαν στην αναγέννηση και τη συνεχή παρουσία της κοσμικής τέχνης με έκδηλη την ελληνική σφραγίδα.

Παράλληλα με όλα αυτά, καθοριστικοί στάθηκαν και οι νέοι ιδεολογικοί προσανατολισμοί που τροφοδότησαν και ενδυνάμωσαν τον υπόδουλο ελληνισμό, δραστηριοποιώντας τις διεργασίες της πνευματικής άνθησης που είναι γνωστή ως Νεοελληνικός Διαφωτισμός και τελικά οδήγησαν στην Ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-1829).

Στη νεότερη φάση της ελληνικής ιστορίας, μέσα το πλαίσιο της γενικότερης πνευματικής και καλλιτεχνικής άνθησης που διαπνέει τον ελληνικό χώρο του 17ου -18ου αι. καταγράφεται η εποπτεία των Ελλήνων χρυσικών: Γύρω από τα πολύτιμα μέταλλα αναπτύσσεται μια μεγάλη δραστηριότητα με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών, επώνυμων και ανώνυμων έργω ν, που προσέδωσαν αίγλη στην εκκλησιαστική αλλά και την κοσμική αργυροχοΐα.

istoria

Στέμμα, νυφικό κόσμημα, Μικρά Ασία, 18ος-19ος αι.

istoria 1

Θήκη «τετραβάγγελου», έργο Κύπριου χρυσοχόου, μαθητή του Ιωάννη Κορνάρου, Κύπρος 1808.

Στις αστικές και μη αστικές περιοχές οι χρυσικοί ή ασημουργοί δημιούργησαν σπουδαία κέντρα επεξεργασίας του ασημιού κατασκευάζοντας με τις παραδοσιακές τεχνικές, κοσμήματα που δεν υστερούσαν σε τέχνη και μεγαλοπρέπεια από εκείνα των βυζαντινών χρόνων.

Κέντρα αργυροχρυσοχοΐας

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, κέντρα αργυροχρυσοχοΐας φαίνεται ότι αναπτύχτηκαν στην Κρήτη, στην Κύπρο και σε νησιά του Αιγαίου. Φημισμένα κέντρα ήταν η Κωνσταντινούπολη και η Σαφράμπολη στον Πόντο που προμήθευαν όχι μόνο την εγχώρια αγορά, αλλά και εκείνη της Ευρώπης και της Ανατολής.

Διάσπαρτα εργαστήρια απαντούν στον ελλαδικό χώρο (Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα) ιδιαίτερη όμως ακτινοβολία είχαν εκείνα της Ηπείρου και σε περιοχές όπως οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο και άλλες περιοχές της Πίνδου. Η γνωστή οικογένεια των κοσμηματοπωλών Βούλγαρη (Bulgari) με τη διεθνή πελατεία, κατάγεται από τους Καλαρρύτες, ενώ στο Ελβασάν της Βορείου Ηπείρου ένας από τους μεγαλύτερους δρόμους ονομαζόταν «Λεωφόρος των Ελλήνων χρυσοχόων»!

Από τα Επτάνησα ξεχωρίζουν η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος, όπου κατέφυγαν πολλοί Καλαρρυτινοί χρυσικοί κατά της διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Για τον καθορισμό της προέλευσης των κοσμημάτων, των οποίων η ποικιλία είναι αντίστοιχη με εκείνη των νεοελληνικών παραδοσιακών ενδυμασιών, μόνο ένας τοπικός διαχωρισμός μπορεί να γίνει με ασφάλεια: σε κοσμήματα της ηπεριρωτικής και σε κοσμήματα της νησιωτικής Ελλάδας.

Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται τα πιο γνήσια και θεαματικά δείγματα της ελληνικής κοσμηματοποιίας, με τις ένθετες σε κυψέλες σκληρές πέτρες –αχάτες και κοράλλια- κυρίως στην Ήπειρο, στη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θράκη. Η έξοχη τεχνική και η εντυπωσιακή μορφή των κοσμημάτων του ορθόδοξου πληθυσμού των τουρκοκρατούμενων περιοχών παρουσιάζει μια εμμονή στις αισθητικές αντιλήψεις της βυζαντινής παράδοσης.

Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα κοσμήματα των ελληνικών νησιών, τόσο του Ιονίου όσο και του Αιγαίου Πελάγους –τα Επτάνησα, τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Κύπρος- που είτε επαναλαμβάνουν δυτικά πρότυπα είτε μεταφέρθηκαν από το εξωτερικό και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά στολίδια. Χαρακτηρίζονται από τη χρήση του ανάλαφρου λεπτοδουλεμένου συρματερού χρυσού σε συνδυασμό με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια, και σμαλτωμένα διακοσμητικά στοιχεία. Ευδιάκριτες είναι οι μετα-αναγεννησιακές επιρροές στις σμαλτωμένες καταβέλες του 17ου -18ου αι. αλλά και η βυζαντινή αυτοκρατορική αίγλη στις χρυσές «καμπάνες» (μακριά σκουλαρίκια) που πλαισίωναν το πρόσωπο.

Στη νεοελληνική κοσμηματοποιία που χρησιμοποιεί πολύχρωμους λίθους –πολύτιμους, ημιπολύτιμους ή γυάλινους- απαντά με εντυπωσιακή συχνότητα και το σμάλτο σε μία από τις παλαιότερες κατηγορίες που εντοπίζονται στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θάσο, και την Κύπρο. Στη Σαφράμπολη του Πόντου, συνδυαζόμενο με κοράλλια, γνωρίζει μια ιδιαίτερη άνθηση, ενώ φημισμένοι για τη δεξιοτεχνία τους ήταν και οι Έλληνες σμαλτωτές της Κωνσταντινούπολης. Η τεχνική του σμάλτου που είχε αναπτυχθεί στη βυζαντινή εποχή χαρακτηρίζει μερικά από τα πολυτιμότερα έργα της μεταβυζαντινής μικροτεχνίας και ο γνωστότερος τρόπος επεξεργασίας του είναι το μαύρο σαβάτι, το οποίο παραπέμπει στην εμπίεστη αρχαία τεχνική του νιέλο.

istoria 2 

Ασημένιες μπαρουτοθήκες διακοσμημένες με σχέδια από σαβάτι που παρουσιάζουν τζαμί και πολεμικά σύμβολα, Ιωάννινα, αρχή 19ου αι.

istoria 3

Ασημένιο σκαλιστό καλαμάρι διακοσμημένο με ανθικά μοτίβα και οστρακοειδές καπάκι, Ιωάννινα, αρχές 19ου αι.

Μυθολογικές και θρησκευτικές παραστάσεις

Στο θεματικό ιστό της αργυροχοϊκής τέχνης των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας επικρατούν μυθολογικές και θρησκευτικές παραστάσεις, επιγραφές, ρόδακες, ζώα, ανθόκλαδα, καράβια, πουλιά, μορφές ανθρώπων και αγίων, δικέφαλοι αετοί, γοργόνες, καθώς και σύμβολα που υπαινίσσονται εθνικούς οραματισμούς. Τα θέματα εκτός από τη διακοσμητική χρήση τους, λειτουργούν ως αποτρεπτικά του κακού, ως ευδαιμονικά, γονιμικά και συμβολικά στοιχεία. Συχνά, ο διάκοσμος συμπληρώνεται με νομίσματα, αυθεντικά ή μη.

Το κόσμημα που στηρίζεται στην πανάρχαια ανάγκη για το στολισμό της ανθρώπινης μορφής αλλά και για τη διάκριση και την επιβολή, παράλληλα, είναι διέξοδος αποταμίευσης για την οικογένεια, χάρη στην ευκολία της μεταφοράς και της απόκρυψης , ενώ ταυτόχρονα αποτελεί οικονομική επένδυση εύκολα ρευστοποιήσιμη σε ώρα ανάγκης.

Το κόσμημα ως απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο της ενδυμασίας αντιπροσωπεύεται κυρίως από τα γυναικεία στολίδια, ενώ τα ανδρικά περιορίζονται στα κιουστέκια (επιστήθια κοσμήματα ) και γενικότερα στον οπλισμό που τόσο εντυπωσίασε τους περιηγητές των χρόνων της Τουρκοκρατίας: παλάσκες (μπαρουταποθήκες), μεδουλάρια, τάσια, πιστόλες, γιαταγάνια, μαχαίρια, αλυσίδες, δακτυλίδια, αλλά και ταμπακιέρες και καλαμάρια. Υπήρχαν κοσμήματα ακόμα και για το στολισμό των αλόγων, όπως θεαματικά επιμετώπια και χαϊμαλιά, που διακοσμούσαν τα άλογα των επώνυμων ηρώων του αγώνα.

Τη νεοελληνική αργυροχοΐα στο σύνολό της διαπερνά μια ενότητα ύφους: Κοινές ρίζες, απλώνονται όχι μόνο σε όλες τις περιοχές του ελλαδικού κορμού, αλλά και στον ευρύτερο χώρο που έδρασε ο ελληνισμός από την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη, μέχρι τα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και τη Σαφράμπολη του Πόντου. Αυτή η ενότητα αποκαλύπτεται κυρίως από τη μορφή, τα θέματα, τα σχήματα, τα υλικά, και τις τεχνικές των αργυροχρυσοχοϊκών έργων.

Ακόμη, το σύστημα του νεοελληνικού γυναικείου στολισμού διαπιστώνεται πως αρχικά πρέπει να ήταν κοινό σε όλες τις περιοχές και με τις ίδιες γενικές καταβολές. Έτσι, υπάρχουν κοσμήματα για το κεφάλι, το στήθος, τη ράχη, τα χέρια, τη μέση και την ποδιά.

istoria 4 

Ασημένια επίχρυση πόρπη διακοσμημένη με κοράλλια, Ήπειρος, 19ος αι.

istoria 5

Frau eines Archonten (Γυναίκα Άρχοντα), έγχρωμη λιθογραφία από το βιβλίο του O.M. Baron von Stackelberg, Trachten und Gebrδuche der Neugriechen, Bερολίνο 1831. Αρχόντισσα στολισμένη με φέσι από μαργαριτάρια, πολύτιμες πέτρες και χρυσά φλουριά, ενώ στο λαιμό φέρει ένα «δίχτυ» με μαργαριτάρια και φλουριά. Δίπλα της μια κοσμηματοθήκη από βελούδο κεντημένη με πολύχρωμα μετάξια και χρυσή κλωστή (Μουσείο Μπενάκη)

istoria 6

Βαρύτιμο χρυσό εγκόλπιο σε σχήμα καραβέλας, από την Πάτμο. Διακοσμείται με πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια και ανήκει στα γνωστότερα και πιο συζητημένα κοσμήματα του ελληνικού χώρου. 17ος αι.

 

Επιδράσεις από τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές

Τον 18ο αι. διαδέχεται ο 19ος αι. με τις συντακτικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο: η ελληνική επανάσταση (1821-1829), η πρώτη ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831), η εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και η ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας το 1834.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) και της Αμαλίας, επέρχονται αλλαγές τόσο στην διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους όσο και στην πολιτιστική ζωή, καθώς και στην τέχνη με την τάση εξευρωπαϊσμού του ύφους της. Καθιερώνεται η γυναικεία ενδυμασία, η γνωστή ως «Αμαλία», με κοσμήματα ευρωπαϊκής τέχνης, παρόλο που διατηρήθηκαν και τα παραδοσιακά «φλωρία, ντούμπλες και κωνσταντινάτα».

Κατά τη βασιλεία του Γεωργίου Α΄ (1863-1913) και της Όλγας είναι ορατή μια νέα παρουσία της δυτικής μόδας –σύμφωνα και με διαφημίσεις χρυσοχοείων της εποχής- παράλληλα με το αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Αντανακλάσεις αυτών των επιρροών διαπιστώνουμε πάνω σε παραδοσιακά κοσμήματα όπου εμφανίζονται θέματα όπως η σφίγγα, κρανοφόρος γυναικεία κεφαλή, αρχαιοπρεπείς μορφές, ανθέμια κ.α. Η διάδοση και η κυκλοφορία κοσμημάτων με εμφανή τα στοιχεία της αρχαιοπρέπειας στην αισθητική τους ακολουθεί τη γενικότερη στροφή που χαρακτηρίζει την Ευρώπη το ρεύμα του νεοκλασικισμού, αλλά και τη στροφή των ελληνικών αναζητήσεων προς το ένδοξο παρελθόν.

Η επίδραση του ευρωπαϊκού στοιχείου και οι καλλιτεχνικές τάσεις που χαρακτηρίζουν αυτή την εποχή, οι μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική δομή της ελληνικής κοινωνίας, η βιομηχανοποίηση και η πρόοδος της τεχνικής, όλοι αυτοί οι παράγοντες συντελούν στην παράλληλη αλλαγή της καλλιτεχνικής παράδοσης και επιδρούν στη δημιουργική εξέλιξη του κοσμήματος στην καμπή του αιώνα.

Τεύχος 1 (για Ρωσία)