Εκκλησιαστική αργυροχοΐα
Πόρπες, σταυροί και εγκόλπια αποτελούν δείγματα των ιερατικών κοσμημάτων από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα
Χρυσό ιερατικό εγκόλπιο σε σχήμα δικέφαλου αετού με πολύτιμες πέτρες και σμαλτωμένες παραστάσεις της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και του Ευαγγελισμού. Κωνσταντινούπολη, Β’ μισό του 17ου αιώνα
Η κοσμική αργυροχοΐα και ιδιαίτερα τα κοσμήματα χαρακτηρίζονται από την ανωνυμία τους. Σπάνια, δηλαδή, γνωρίζουμε τους τεχνίτες, τα εργαστήρια ή τον τόπο κατασκευής τους. Αντίθετα τα έργα της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας, λειτουργικά σκεύη και ιερατικά κοσμήματα, παρέχουν πλούσιο ενεπίγραφο υλικό, συχνά χρονολογημένο. Η βασική λειτουργία της αφιερωματικής επιγραφής ήταν να υπενθυμίζει τη δωρεά και να μνημονεύει όσους συνετέλεσαν σε αυτή, έτσι ώστε να έχουν την ανάλογη ανταμοιβή, τόσο στην επίγεια όσο και στην επουράνια ζωή.
Οι αφιερωτές των πολύτιμων λειτουργικών σκευών προέρχονται συνήθως από τα εύπορα κοινωνικά στρώματα, που την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν οι εκκλησιαστικοί και κοινοτικοί άρχοντες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι ιεράρχες παράλληλα με την εκκλησιαστική εξουσία ασκούν ως ένα βαθμό και την κοσμική εξουσία. Η τέχνη που χορηγούν απηχεί άμεσα τις καλλιτεχνικές τάσεις των μεγάλων αστικών κέντρων και ουσιαστικά εκφράζει τα ρεύματα της κοσμικής αργυροχοΐας. Το ίδιο ισχύει και για τα ενδύματα και κοσμήματα των εκκλησιαστικών αρχόντων. Τα κοσμήματα που φορούν αρμόζουν στη λαμπρότητα των λατρευτικών τελετών και στο κοινωνικό κύρος της Εκκλησίας. Ιερατικά κοσμήματα είναι κυρίως οι ζώνες με τις πολύτιμες πόρπες τους και τα επιστήθια κοσμήματα, οι σταυροί και τα εγκόλπια. Η μορφολογία, η τεχνοτροπία και οι τεχνικές κατασκευής τους δε διαφέρουν από τα αντίστοιχα κοσμήματα κοσμικής χρήσης και βάσιμα θεωρούμε ότι κατασκευάζονταν στα ίδια εργαστήρια.
Η μελέτη της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας τις τελευταίες μόνο δεκαετίες έχει αποκτήσει συστηματικό χαρακτήρα. Με βάση, ωστόσο, το δημοσιευμένο υλικό μπορούν να διαγραφούν οι γενικές τεχνοτροπικές τάσεις, οι επιδράσεις από τη Δύση και την Ανατολή καθώς και οι τεχνικές με τη μεγαλύτερη διάδοση, που μπορούν να χρησιμεύσουν ως συγκριτικό υλικό και χρονολογική ένδειξη για τα κοσμήματα.
Η επίδραση που αναγνωρίζεται άμεσα σε μια σημαντική ομάδα κοσμημάτων του 17ου αιώνα είναι αυτή της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας πλέον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα φημισμένα πολίτικα κοσμήματα, που τραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα, καταγράφηκαν στα προικοσύμφωνα και διαφυλάχτηκαν στα σκευοφυλάκια των μοναστηριών. Η παραδοσιακή τους απόδοση στην Κωνσταντινούπολη τεκμηριώνεται από τη νεώτερη έρευνα και διευρύνεται με στοιχεία που αφορούν τους χρυσικούς, όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι τεχνίτες.
Ασημένια επίχρυση πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο και τη σπάνια χρονολογική ένδειξη 1798. Tο όνομα KOCTANTHNOC στην κύρια όψη πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο γαμπρό που την παρήγγειλε, καθώς οι εξίσου σπάνιες υπογραφές τεχνιτών απαντούν σε λιγότερο θεατές πλευρές των αντικειμένων. Από το Σουφλί της Θράκης
Σε αντίθεση με τα κοσμήματα του ελλαδικού χώρου, τα πολίτικα κοσμήματα χαρακτηρίζονται από τον πλούτο των υλικών κατασκευής και διακόσμησης: πολύτιμοι λίθοι -σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια- και χρυσός. Η έμφαση στην τεχνοτροπία δεσίματος των λίθων, τα σχηματοποιημένα φύλλα και τα ρόδια απηχούν την αισθητική των κοσμημάτων και διάλιθων αντικειμένων. Οι διάτρητοι, ωστόσο, δαντελωτοί μίσχοι και η χρήση του σμάλτου σε διάφορες τεχνικές φανερώνουν την επίδραση της ευρωπαϊκής αργυροχοΐας.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα, Ευρωπαίοι χρυσοχόοι, εγκατεστημένοι στο Γαλατά, μεταφέρουν τεχνικές και τεχνοτροπίες της δυτικής κοσμηματοποιίας στην οθωμανική πρωτεύουσα. Η επίδρασή τους είναι φανερή στη σταδιακή εισαγωγή της καθαρά ευρωπαϊκής τεχνικής του ζωγραφιστού σμάλτου. Το ιερατικό εγκόλπιο σε σχήμα δικέφαλου αετού, που συμβολίζει την πατριαρχική και εκκλησιαστική εξουσία, είναι στη μία όψη διάλιθο και στην άλλη απεικονίζει την Παναγία Βρεφοκρατούσα, με την τεχνική του ζωγραφιστού σμάλτου.
Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα εμφανίζονται στις πηγές ονόματα σμαλτωτών και χρυσικών. Ένας από τους νεομάρτυρες που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη του 1653 είναι ο Συμεών ο Χρυσοχόος από την Τραπεζούντα, που κατοικούσε στο Γαλατά και είχε το εργαστήρι του στην κεντρική αγορά. Σύμφωνα με γνωστούς περιηγητές της εποχής, ο Μιχαήλ Σιμιτζίογλου είναι ο καλύτερος σμαλτωτής της Πόλης και έργα του είχε δωρίσει ο σουλτάνος στον σάχη της Περσίας.
Πιθανόν να ταυτίζεται με τον Μιχαλάκη από το Γαλατά που γύρω στο 1660 υπογράφει ένα ρολόι-κόσμημα, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης της Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ένας Έλληνας χρυσικός, ο Ιωάννης Γεωργίου, εργάζεται στην τσαρική αυλή, όπου μεταφέρει τη διάλιθη, πολύχρωμη αισθητική των πολίτικων κοσμημάτων.
Η επίδραση της τέχνης της Κωνσταντινούπολης είναι φανερή σε μια σειρά από πόρπες διαφορετικής προέλευσης, εκκλησιαστικές ή κοσμικές, που με λιγότερο πολυτελή υλικά απηχούν το ύφος των πολίτικων κοσμημάτων. Η έμφαση επικεντρώνεται στην πολυχρωμία που επιτυγχάνεται με τη χρήση του σμάλτου και των χρωματιστών λίθων από υαλόμαζα στο χαρακτηριστικό άνθινο χυτό δέσιμο. Παράλληλα, ωστόσο, αναπτύσσεται μια εντελώς αντίθετη τάση όπου απουσιάζει η πολυχρωμία και η έμφαση βρίσκεται τα λιτά γεωμετρικά σχήματα που απορρέουν από την αποκλειστική χρήση της συρματερής τεχνικής. Σημαντική χρονολογική ένδειξη μας προσφέρει μια συρματερή πόρπη εκκλησιαστικής χρήσης από το Μελένικο με επιγραφή του 1725. Ο διάκοσμος από στριφτό σπειροειδές σύρμα σχηματίζει ρόδακες και ροζέτες, με επίθετους διακοσμητικούς κόκκους και πρισματικά κεφάλια καρφιών που μιμούνται τους ημιπολύτιμους λίθους. Παρόμοια πόρπη με σουλτανική σφραγίδα γνησιότητας ασημιού (τουρά) αποδίδεται σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
Έργα με συρματερό σμάλτο
Μια σημαντική κατηγορία λειτουργικών αντικειμένων κοσμείται με συρματερό σμάλτο. Στην πλέον τυπική του παραλλαγή το σμάλτο, στις αποχρώσεις του πράσινου ή γαλάζιου, καλύπτει το βάθος, ενώ φυτικά και άνθινα σχέδια επηρεασμένα από την οθωμανική διακοσμητική κατασκευάζονται από λεπτό σύρμα. Καλύμματα ευαγγελίων και ιδιαίτερα ξυλόγλυπτοι σταυροί, ευλογίας ή αγιασμού που συνηθίζεται να δένεται με λεπτοδουλεμένο επίχρυσο ασήμι και συρματερό σμάλτο, μπορούν να αποτελέσουν ένα χρονολογημένο δειγματολόγιο της τεχνικής και να προσφέρουν χρήσιμες συγκρίσεις με τα κοσμήματα.
Η τεχνική του συρματερού σμάλτου χαρακτηρίζει τα έργα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αργυροχοΐας, από τις αρχές του 17ου αιώνα και εξής και συναντάται μόνο σποραδικά στα έργα μουσουλμανικής αργυροχοΐας που προέρχονται από τον ίδιο χώρο. Την ίδια περίοδο ωστόσο, χρησιμοποιείται στη Ρωσία και τη Τρανσυλβανία, αν και με διαφορετικά τεχνοτροπικά και τεχνικά χαρακτηριστικά.
Τυπικά παραδείγματα που μπορούν να εικονογραφήσουν το συσχετισμό ανάμεσα στους δύο κλάδους της αργυροχοίας, είναι ένας σταυρός αγιασμού των μέσων του 18ου αιώνα από την περιοχή της Καισάρειας και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από τη Μακεδονία. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε λεπτοδουλεμένο πράσινο συρματερό σμάλτο, μικρά πουλιά, και ανθέμια. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η περίφημη ζώνη «με την κορόνα» από το Σουφλί, που φέρει τη σπάνια για κόσμημα χρονολογική ένδειξη 1798. Ο σταυρός αγιασμού είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της ακμής του συρματερού σμάλτου, ενώ η θρακιώτικη ζώνη οριοθετεί το 18ο αιώνα και την τελική, φθίνουσα φάση της χρήσης του.
Τοπικά εργαστήρια
Η έρευνα στα σκευοφυλάκια των μεγάλων ορθόδοξων μονών και οι νεώτερες δημοσιεύσεις έφεραν στο φως έργα οι επιγραφές των οποίων τα συνδέουν με κέντρα αργυροχοΐας
που ως τώρα ήταν γνωστά μόνο από την τοπική παράδοση και ιστοριογραφία ή από αντικείμενα σχετικά πρόσφατης κατασκευής.
Το σημαντικότερο αργυροχοϊκό κέντρο του ελλαδικού χώρου θεωρείται ότι είναι τα Γιάννενα και γενικότερα η Ήπειρος με περίοδο μεγάλης ακμής τα χρόνια του Αλή Πασά. Για την προηγούμενη περίοδο τα στοιχεία είναι λίγα και ασαφή. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα είναι ένα αφιέρωμα του 1636 στη Μονή Σινά των «Χριστιανών εκ της πόλεως των Ιωαννίνων» και ένα εγκόλπιο του 1670 στη Μονή Βατοπεδίου με επιγραφή που μνημονεύει «εκ της χώρας Ιωάννινα», χωρίς να προσδιορίζεται εάν πρόκειται για τον τόπο προέλευσης ή κατασκευής.
Ασημένια επίχρυση πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο, κοράλλια και τη χρονολογία 1837, από τη Σαφράμπολη του Πόντου. Η χρονολογική ένδειξη είναι ανεκτίμητης αξίας για τη χρονολόγηση των κοσμημάτων της Σαφράμπολης.
Το εγκόλπιο κοσμείται με σαβάτι (νιέλο) ένα είδος ζωγραφικη΄ς επικάλυψης ή ένθεσης από μαύρα θειούχα οξείδια μετάλλων που συναντάμε σε μια ομάδα έργων της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας αυτής της περιόδου με βορειοελλαδίτικη προέλευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί πιθανόν να ενταθεί η πόρπη του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας, που η παράδοση αποδίδει στην Ήπειρο. Τεχνοτροπική και τεχνικά στοιχεία, όπως οι οθωμανικού τύπου τουλίπες από σαβάτι και η απομίμηση του συρματερού διακόσμου, συνηγορούν στη χρονολόγησή της στον πρώιμο 18ο αιώνα.
Οι γραπτές πηγές και η τοπική παράδοση αναφέρονται στους ηπειρώτες χρυσικούς της Μοσχόπολης και των γύρω ορεινών χωριών του Γράμμου. Γύρω στα 1770 η περιοχή ερημώνει από τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών και οι κάτοικοι καταφεύγουν σε άλλες περιοχές, όπου εξακολουθούν να ασκούν την τέχνη τους στην αργυροχοΐα. Στη Νέβετσκα (Νυμφαίο), κοντά στην Φλώρινα, μεταναστεύουν τεχνίτες από τη Μοσχόπολη και τη Νικολίτζα. Σύμφωνα με την τοπική ιστορία, οι κάτοικοι του χωριού το 19ο αιώνα ασχολούνται κατά 70% με την αργυροχοΐα. Διάσημα έργα τους είναι το παλλάδιο της Μονής Βατοπεδίου, η Παναγία Βηματάρισσα, η μεταγενέστερη επένδυση της οποίας υπογράφεται από έναν χρυσικό της Νικολίτζας το 1690.
Από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα οι πληροφορίες μας για Ηπειρώτες χρυσικούς πληθαίνουν χάρη στα σωζόμενα έργα των Καλαρρυτινών. Τα ορεινά χωριά της Πίνδου =, το Συρράκο, και ιδιαίτερα οι Καλαρρύτες, ήταν γνωστά στην εξειδίκευσή τους στην αργυροχοία. Ο Αθανάσιος Τζημούρης, αρχιτεχνίτης του Αλή Πασά, ήταν φημισμένος για τα αργυρά καλύμματα ευαγγελίων, που σώζονται σε εκκλησίες της κυρίως Ελλάδας και των Επτανήσων. Το 1815, μετά την καταστροφή των χωριών της Πίνδου από τον Χουρσίτ Πασά, καταφεύγει μαζί με άλλους χρυσικούς συντοπίτες του στα Επτάνησα όπου συνεχίζει να εργάζεται.
Ο εντοπισμός των εργαστηρίων είναι ένα από τα θέματα που αντιμετωπίζει η μελέτη της εκκλησιαστικής αλλά και της κοσμικής αργυροχοΐας. Η δημοσίευση νέου υλικού θα βοηθήσει την έρευνα να αποσαφηνίσει τους συσχετισμούς και να συνδέσει τα έργα με την πλούσια τοπική παράδοση.
Πηγή : Άννα Μπαλλιάν, επιμελήτρια Μεταβυζαντινής Συλλογής Μουσείου Μπενάκη
Τεύχος 2 (για Ρωσία)